παρεκλύω

παρεκλύω
παρεκ-λύω,
A relieve from,

τοῦ ἐπισπασμοῦ Sor.2.11

.
2 [voice] Pass., to be cut off from, unreceptive of,

πρὸς ἅπαντα δι' ὧν ἄμεινον βιώσονται Phld.Herc.1251.18

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρεκλύω — Α 1. ανακουφίζω από κάτι («παρεκλύειν τοῡ ἐπισπασμοῡ», Σωρ.) 2. παθ. παρεκλύομαι απορρίπτομαι ως απαράδεκτος, αποκλείομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐκλύω «απελευθερώνω, απολυτρώνω»] …   Dictionary of Greek

  • λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”